Ability vs. Capability: Η διαφορά δύο αγγλικών λέξεων

Οι λέξεις "ability" και "capability" στην αγγλική γλώσσα μπερδεύονται συχνά, καθώς έχουν παρόμοια σημασία. Και οι δύο αναφέρονται στην ικανότητα κάποιου να κάνει κάτι. Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική διαφορά. Η "ability" αναφέρεται στην ικανότητα που κάποιος έχει αποκτήσει μέσω της πρακτικής, της εκπαίδευσης ή της φυσικής του κλίσης. Από την άλλη, η "capability" αναφέρεται στην γενική δυνατότητα ή ικανότητα που κάποιος ή κάτι διαθέτει, ανεξάρτητα από το αν αυτή η ικανότητα έχει χρησιμοποιηθεί ή όχι.

Ας δούμε μερικά παραδείγματα:

  • Ability: "He has the ability to play the piano beautifully." (Έχει την ικανότητα να παίζει πιάνο υπέροχα.) Αυτό υπονοεί ότι έχει εξασκηθεί και έχει αναπτύξει την ικανότητα αυτή.
  • Capability: "The new software has the capability to process large amounts of data." (Το νέο λογισμικό έχει την δυνατότητα να επεξεργάζεται μεγάλες ποσότητες δεδομένων.) Εδώ, αναφερόμαστε στην ενσωματωμένη δυνατότητα του λογισμικού, ανεξάρτητα από το αν χρησιμοποιείται αυτή η δυνατότητα.

Ένα άλλο παράδειγμα:

  • Ability: "She has the ability to speak three languages fluently." (Έχει την ικανότητα να μιλάει τρεις γλώσσες άπταιστα.) Η ικανότητα αυτή έχει αποκτηθεί μέσω μελέτης και πρακτικής.
  • Capability: "The human brain has the capability to learn and adapt." (Ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει την δυνατότητα να μαθαίνει και να προσαρμόζεται.) Αναφερόμαστε στην εγγενή δυνατότητα του εγκεφάλου.

Συνολικά, η "ability" τονίζει την ικανότητα που έχει αποκτηθεί και έχει εφαρμοστεί, ενώ η "capability" τονίζει την δυνατότητα που υπάρχει, ανεξάρτητα από την εφαρμογή της. Happy learning!

Learn English with Images

With over 120,000 photos and illustrations