Οι λέξεις "allow" και "permit" και οι δύο σημαίνουν "επιτρέπω", αλλά υπάρχει μια μικρή διαφορά στη χρήση τους. Η λέξη "allow" είναι πιο άτυπη και πιο συχνά χρησιμοποιείται σε καθημερινές συζητήσεις, ενώ η λέξη "permit" ακούγεται πιο τυπική και χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό λόγο ή σε επίσημες καταστάσεις.
Η διαφορά έγκειται επίσης στην ένταση της άδειας. Το "allow" υποδηλώνει μια πιο γενική άδεια, ενώ το "permit" μια πιο επίσημη και ίσως πιο περιορισμένη άδεια. Για παράδειγμα, ίσως κάποιος να "allows" (επιτρέπει) τα κατοικίδια ζώα στο σπίτι του γενικότερα, αλλά "permits" (επιτρέπει) μόνο μικρά σκυλιά.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Allow: My parents allow me to go out with my friends. (Οι γονείς μου μου επιτρέπουν να βγω με τους φίλους μου.)
Permit: The law permits smoking only in designated areas. (Ο νόμος επιτρέπει το κάπνισμα μόνο σε καθορισμένες περιοχές.)
Allow: She allows her children to watch TV for one hour a day. (Επιτρέπει στα παιδιά της να βλέπουν τηλεόραση για μία ώρα την ημέρα.)
Permit: The teacher does not permit any talking during the exam. (Η δασκάλα δεν επιτρέπει καμία κουβέντα κατά τη διάρκεια της εξέτασης.)
Allow: They allow visitors after 2pm. (Επιτρέπουν επισκέπτες μετά τις 2 μμ.)
Permit: This ticket permits entry to the museum. (Αυτό το εισιτήριο επιτρέπει την είσοδο στο μουσείο.)
Happy learning!