Οι λέξεις "certain" και "sure" στα αγγλικά μπερδεύουν πολλούς μαθητές, καθώς και οι δύο εκφράζουν βεβαιότητα. Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική διαφορά στη χρήση τους. Η λέξη "certain" υποδηλώνει μια πιο αντικειμενική βεβαιότητα, βασισμένη σε στοιχεία ή αποδείξεις. Από την άλλη, η λέξη "sure" εκφράζει μια πιο υποκειμενική βεβαιότητα, που βασίζεται σε προσωπική πεποίθηση ή αίσθηση.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
- Certain: "I am certain that the sun will rise tomorrow." (Είμαι βέβαιος/η ότι ο ήλιος θα ανατείλει αύριο.) Σε αυτή την περίπτωση, η βεβαιότητα βασίζεται σε επιστημονικά δεδομένα.
- Sure: "I'm sure he'll be there." (Είμαι σίγουρος/η ότι θα είναι εκεί.) Εδώ, η βεβαιότητα προέρχεται από προσωπική πεποίθηση, ίσως γνωρίζοντας τον άνθρωπο και τη συμπεριφορά του.
Ένα άλλο παράδειγμα:
- Certain: "It's certain that the meeting will start at 10 am" (Είναι βέβαιο ότι η συνάντηση θα ξεκινήσει στις 10 π.μ.) - βασίζεται σε προγραμματισμό.
- Sure: "I'm sure she'll love the gift." (Είμαι σίγουρος/η ότι θα λατρέψει το δώρο) - βασίζεται σε υποκειμενική άποψη.
Συχνά, οι δύο λέξεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικά χωρίς να αλλάξει πολύ η σημασία, αλλά κατανοώντας τη διαφορά στη χρήση, η επικοινωνία σας θα είναι πιο ακριβής.
Happy learning!