Οι λέξεις "cheap" και "inexpensive" στα αγγλικά μοιράζονται μια κοινή σημασία: κάτι που δεν κοστίζει πολλά χρήματα. Όμως, υπάρχει μια σημαντική διαφορά στη χροιά τους. Η λέξη "cheap" συχνά υποδηλώνει κακή ποιότητα ή χαμηλή αξία, ενώ η λέξη "inexpensive" δείχνει απλά χαμηλή τιμή χωρίς να υπονοεί κακή ποιότητα. Σκεφτείτε το ως εξής: κάτι μπορεί να είναι φθηνό αλλά κακής ποιότητας (cheap but nasty), ενώ κάτι άλλο μπορεί να είναι προσιτό οικονομικά χωρίς να είναι κακής ποιότητας (inexpensive and good quality).
Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Cheap: "I bought a cheap watch, and it broke after a week." (Αγόρασα ένα φτηνό ρολόι και χάλασε μετά από μια εβδομάδα.) Η φράση αυτή υποδηλώνει ότι το ρολόι ήταν κακής ποιότητας.
Inexpensive: "I found an inexpensive dress at a sale." (Βρήκα ένα οικονομικό φόρεμα σε εκπτώσεις.) Η φράση αυτή απλά αναφέρει ότι το φόρεμα είχε χαμηλή τιμή, χωρίς να σχολιάζει την ποιότητα.
Cheap: "That restaurant serves cheap food." (Εκείνο το εστιατόριο σερβίρει φτηνό φαγητό.) Αυτό υπονοεί ότι το φαγητό είναι κακής ποιότητας.
Inexpensive: "That restaurant offers inexpensive meals for students." (Εκείνο το εστιατόριο προσφέρει οικονομικά γεύματα για φοιτητές.) Αυτό σημαίνει απλά ότι τα γεύματα έχουν χαμηλή τιμή.
Επομένως, η επιλογή ανάμεσα στο "cheap" και στο "inexpensive" εξαρτάται από το τι θέλετε να τονίσετε. Αν θέλετε να υπονοήσετε χαμηλή ποιότητα, χρησιμοποιήστε το "cheap". Αν απλά θέλετε να πείτε ότι κάτι είναι προσιτό, χρησιμοποιήστε το "inexpensive". Happy learning!