Οι λέξεις confident και assured στην αγγλική γλώσσα μπερδεύονται συχνά, καθώς και οι δύο εκφράζουν μια αίσθηση σιγουριάς. Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική διαφορά. Το confident υποδηλώνει μια σιγουριά που πηγάζει από την πίστη στις δικές σου ικανότητες και δυνατότητες. Από την άλλη, το assured υποδηλώνει μια σιγουριά που βασίζεται σε εξωτερικά στοιχεία, όπως αποδείξεις, γεγονότα ή εγγυήσεις.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Confident: "I felt confident about my exam because I had studied hard." (Ένιωθα σίγουρος για την εξέταση γιατί είχα διαβάσει σκληρά.) Η σιγουριά εδώ προέρχεται από την προσπάθεια του ατόμου.
Assured: "She was assured of her success after receiving the job offer." (Ήταν σίγουρη για την επιτυχία της αφού δέχτηκε την προσφορά εργασίας.) Η σιγουριά εδώ βασίζεται σε ένα εξωτερικό γεγονός (την προσφορά εργασίας).
Confident: "He is a confident speaker, always ready to share his ideas." (Είναι ένας σίγουρος ομιλητής, πάντα έτοιμος να μοιραστεί τις ιδέες του.) Η σιγουριά πηγάζει από τις ικανότητές του.
Assured: "The doctor assured her that the treatment would be effective." (Ο γιατρός τη διαβεβαίωσε ότι η θεραπεία θα ήταν αποτελεσματική.) Η σιγουριά βασίζεται στη διαβεβαίωση του γιατρού.
Συνολικά, η διαφορά έγκειται στην πηγή της σιγουριάς. Η λέξη confident επικεντρώνεται στην εσωτερική πεποίθηση, ενώ η λέξη assured στην εξωτερική επιβεβαίωση.
Happy learning!