Οι λέξεις "deny" και "reject" στην αγγλική γλώσσα συχνά μπερδεύονται, καθώς και οι δύο εκφράζουν άρνηση. Ωστόσο, η άρνηση που εκφράζουν είναι διαφορετική. Το "deny" υποδηλώνει άρνηση της αλήθειας κάτι, ενώ το "reject" υποδηλώνει άρνηση να δεχτείς κάτι, είτε πρόκειται για πρόταση, είτε για αντικείμενο, είτε για άτομο. Η βασική διαφορά βρίσκεται στην φύση της άρνησης: άρνηση της αλήθειας έναντι άρνησης της αποδοχής.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Deny:
Αγγλικά: He denied stealing the money. (Άρνηση της αλήθειας)
Ελληνικά: Άρνησε ότι έκλεψε τα χρήματα.
Αγγλικά: She denied knowing anything about the accident. (Άρνηση της αλήθειας)
Ελληνικά: Άρνησε ότι ήξερε οτιδήποτε για το ατύχημα.
Reject:
Αγγλικά: He rejected her proposal. (Άρνηση αποδοχής)
Ελληνικά: Απέβαλε την πρότασή της.
Αγγλικά: The company rejected his application. (Άρνηση αποδοχής)
Ελληνικά: Η εταιρεία απέρριψε την αίτησή του.
Αγγλικά: She rejected the offer of a job in London. (Άρνηση αποδοχής)
Ελληνικά: Απέκλεισε την πρόταση για δουλειά στο Λονδίνο.
Σημειώστε ότι ενώ και οι δύο λέξεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε αρνητικές καταστάσεις, το "deny" αφορά κυρίως την άρνηση της πραγματικότητας, ενώ το "reject" αφορά την άρνηση αποδοχής κάτι. Η επιλογή της σωστής λέξης εξαρτάται από το συγκεκριμένο πλαίσιο.
Happy learning!