Diminish vs. Lessen: Δύο Λέξεις, Δύο Νυανσές στα Αγγλικά

Οι λέξεις "diminish" και "lessen" και οι δύο σημαίνουν "μικραίνω" ή "μειώνω" στα ελληνικά, αλλά έχουν κάποιες σημαντικές διαφορές στη χρήση τους. Η λέξη "diminish" υποδηλώνει συνήθως μια σταδιακή μείωση σε μέγεθος, σημασία, ή ένταση, συχνά με μια αίσθηση μόνιμης αλλαγής. Από την άλλη, η λέξη "lessen" ενδείκνυται για μια απλή μείωση σε ποσότητα ή ένταση, χωρίς απαραίτητα να υπονοεί μια μόνιμη ή σημαντική αλλαγή.

Ας δούμε μερικά παραδείγματα:

  • Diminish:

    • "His influence has diminished since the scandal." (Η επιρροή του έχει μειωθεί από τότε που έγινε το σκάνδαλο.) Η μείωση της επιρροής είναι πιθανότατα μόνιμη.

    • "The problem hasn't diminished despite our efforts." (Το πρόβλημα δεν έχει μειωθεί παρά τις προσπάθειές μας.) Η έλλειψη μείωσης υποδηλώνει μια πιο μόνιμη κατάσταση.

  • Lessen:

    • "Let's lessen the workload." (Ας μειώσουμε το φόρτο εργασίας.) Η μείωση του φόρτου εργασίας είναι μια προσωρινή ή πιθανόν αναστρέψιμη αλλαγή.

    • "This medicine will lessen the pain." (Αυτό το φάρμακο θα μειώσει τον πόνο.) Η μείωση του πόνου είναι προσωρινή και αναμένεται να περάσει.

Σημειώστε πως ενώ και οι δύο λέξεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν με ποσότητες, η "diminish" τείνει να χρησιμοποιείται για πιο αφηρημένες έννοιες, όπως η δύναμη, η αξία, ή η σημασία. Η "lessen" χρησιμοποιείται πιο συχνά για συγκεκριμένες ποσότητες, όπως το βάρος, η θερμοκρασία, ή ο θόρυβος.

Η επιλογή ανάμεσα στις δύο λέξεις εξαρτάται από το συγκεκριμένο πλαίσιο και την έννοια που θέλετε να μεταφέρετε.

Happy learning!

Learn English with Images

With over 120,000 photos and illustrations