Earn vs Gain: Δύο Λέξεις, Δύο Διαφορετικές Εννοίες

Οι λέξεις "earn" και "gain" στην αγγλική γλώσσα συχνά μπερδεύονται, καθώς και οι δύο μεταφράζονται στα ελληνικά ως "κερδίζω" ή "αποκτώ". Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική διαφορά στη σημασία τους. Το "earn" υποδηλώνει ότι κερδίζουμε κάτι μέσω εργασίας, προσπάθειας ή αξίας, ενώ το "gain" αναφέρεται σε μια αύξηση ή απόκτηση κάτι, ανεξαρτήτως προσπάθειας.

Για παράδειγμα, η φράση "I earned a good salary at my new job" (Κέρδισα ένα καλό μισθό στην καινούργια μου δουλειά) χρησιμοποιεί το "earn" γιατί ο μισθός είναι αποτέλεσμα της εργασίας. Αντίθετα, η φράση "I gained weight during the holidays" (Πήρα βάρος κατά τη διάρκεια των διακοπών) χρησιμοποιεί το "gain" γιατί η αύξηση του βάρους δεν οφείλεται σε εργασία, αλλά σε άλλους παράγοντες.

Ας δούμε μερικά ακόμη παραδείγματα:

  • Earn: "She earned a degree in engineering." (Εκείνη κέρδισε ένα πτυχίο μηχανικής.) Η απόκτηση του πτυχίου προέρχεται από σπουδές και προσπάθεια.
  • Gain: "The company gained a lot of new customers this year." (Η εταιρεία κέρδισε πολλούς νέους πελάτες φέτος.) Η αύξηση των πελατών μπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, όχι απαραίτητα σε άμεση εργασία.
  • Earn: "He earned a reputation for honesty." (Εκείνος κέρδισε φήμη για την ειλικρίνειά του.) Η φήμη χτίζεται μέσω ειλικρινών πράξεων.
  • Gain: "The team gained an advantage in the game." (Η ομάδα κέρδισε πλεονέκτημα στο παιχνίδι.) Το πλεονέκτημα μπορεί να αποκτηθεί μέσω τύχης ή στρατηγικής, όχι απαραίτητα μέσω προσπάθειας.

Η κατανόηση της διαφοράς μεταξύ αυτών των δύο λέξεων θα βελτιώσει σημαντικά την ακρίβεια και την ευχέρειά σας στην αγγλική. Θυμηθείτε, "earn" σημαίνει κέρδος μέσω προσπάθειας, ενώ "gain" σημαίνει απλή απόκτηση ή αύξηση.

Happy learning!

Learn English with Images

With over 120,000 photos and illustrations