Οι λέξεις "endure" και "withstand" στην αγγλική γλώσσα μοιάζουν αρκετά στην έννοια τους, αλλά υπάρχει μια σημαντική διαφορά. Και οι δύο περιγράφουν την ικανότητα να αντέχεις κάτι δύσκολο ή δυσάρεστο, αλλά το "endure" εστιάζει περισσότερο στην αντοχή σε μια μακροχρόνια, επίμονη δυσκολία, ενώ το "withstand" αναφέρεται στην ικανότητα να αντισταθείς σε μια συγκεκριμένη δύναμη ή πίεση.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Endure: "She endured years of hardship and poverty." (Η άντεξε χρόνια δυσκολιών και φτώχειας.) Εδώ, η έμφαση είναι στην μακροχρόνια αντοχή σε μια σειρά από δυσκολίες.
Endure: "He couldn't endure the pain any longer." (Δεν μπορούσε να αντέξει άλλο τον πόνο.) Η αντοχή εδώ αναφέρεται σε μια συνεχή πηγή πόνου.
Withstand: "The bridge withstood the earthquake." (Η γέφυρα άντεξε τον σεισμό.) Εδώ, η έμφαση είναι στην ικανότητα της γέφυρας να αντισταθεί σε μια συγκεκριμένη, ισχυρή δύναμη (τον σεισμό).
Withstand: "This material can withstand high temperatures." (Αυτό το υλικό μπορεί να αντέξει υψηλές θερμοκρασίες.) Πάλι, η αντοχή αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη εξωτερική δύναμη.
Μια χρήσιμη άσκηση είναι να σκεφτείτε αν η δυσκολία είναι κάτι συνεχόμενο, μια διαρκής κατάσταση (endure), ή μια στιγμιαία, δυνατή δύναμη (withstand).
Happy learning!