Οι λέξεις "force" και "compel" στην αγγλική γλώσσα μοιράζονται κάποια ομοιότητα, καθώς και οι δύο εκφράζουν την ιδέα της ανάγκης να κάνει κάποιος κάτι. Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική διαφορά στην ένταση και τον τρόπο που αυτή η ανάγκη επιβάλλεται. Η λέξη "force" υποδηλώνει τη χρήση φυσικής ή άμεσης πίεσης, ενώ η "compel" υποδηλώνει μια πιο υποχρεωτική ή ψυχολογική πίεση. Η "force" μπορεί να είναι βίαιη, ενώ η "compel" μπορεί να είναι πιο ύπουλη ή έμμεση.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Force: "The police forced him to open the door." (Η αστυνομία τον ανάγκασε να ανοίξει την πόρτα.) Σε αυτό το παράδειγμα, η αστυνομία χρησιμοποίησε πιθανώς φυσική δύναμη για να επιβάλει την ενέργεια.
Compel: "His strong arguments compelled me to reconsider my position." (Τα ισχυρά του επιχειρήματα με ανάγκασαν να ξανασκεφτώ τη θέση μου.) Εδώ, η πίεση δεν είναι φυσική, αλλά προέρχεται από τη δύναμη των επιχειρημάτων του.
Force: "The storm forced us to stay indoors." (Η καταιγίδα μας ανάγκασε να μείνουμε μέσα.) Η φύση, σε αυτή την περίπτωση, επιβάλλει την ενέργεια.
Compel: "I felt compelled to apologize for my mistake." (Ένιωσα υποχρεωμένος να ζητήσω συγγνώμη για το λάθος μου.) Εδώ η πίεση προέρχεται από την αίσθηση της ηθικής υποχρέωσης.
Η διαφορά έγκειται στο πως επιβάλλεται η ενέργεια. Η "force" χρησιμοποιείται όταν υπάρχει άμεση, συχνά φυσική, πίεση, ενώ η "compel" χρησιμοποιείται όταν η πίεση είναι πιο έμμεση, ίσως ψυχολογική ή ηθική.
Happy learning!