Οι λέξεις "fortunate" και "lucky" στην αγγλική γλώσσα, ενώ και οι δύο εκφράζουν τύχη, έχουν κάποιες σημαντικές διαφορές. Η λέξη "fortunate" υποδηλώνει τύχη που οφείλεται σε κάτι καλό που έγινε, συχνά ως αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς, προγραμματισμού ή καλών επιλογών. Η λέξη "lucky", από την άλλη, αναφέρεται σε τυχαία, απρόβλεπτη τύχη, κάτι που συνέβη χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Fortunate: "I was fortunate to get the job after such a long search." (Ήμουν τυχερός που βρήκα δουλειά μετά από τόσο καιρό αναζήτηση.) Η τύχη εδώ οφείλεται στην επιμονή στην αναζήτηση εργασίας.
Lucky: "I was lucky to win the lottery." (Ήμουν τυχερός που κέρδισα το λαχείο.) Η τύχη εδώ είναι απολύτως τυχαία και δεν οφείλεται σε προσπάθεια.
Fortunate: "She was fortunate to have such supportive parents." (Ήταν τυχερή που είχε τόσο υποστηρικτικούς γονείς.) Η τύχη εδώ οφείλεται στην καλή σχέση με τους γονείς της.
Lucky: "He was lucky to escape the accident unharmed." (Ήταν τυχερός που γλύτωσε από το ατύχημα χωρίς τραυματισμούς.) Η τύχη εδώ είναι τυχαία και οφείλεται στην τύχη και όχι σε προληπτικές ενέργειες από την πλευρά του.
Συνοψίζοντας, η "fortunate" υποδηλώνει τύχη που προκύπτει από θετικές συνθήκες ή καλές επιλογές, ενώ η "lucky" υποδηλώνει απρόβλεπτη, τυχαία τύχη. Happy learning!