Οι λέξεις "guilty" και "culpable" στην αγγλική γλώσσα, μολονότι συχνά χρησιμοποιούνται εναλλακτικά, έχουν διαφορές που αξίζει να γνωρίζουμε. Η λέξη "guilty" συνδέεται άμεσα με μια ετυμηγορία σε δικαστήριο ή μια προσωπική παραδοχή ενοχής. Αναφέρεται στην ύπαρξη ενοχής για μια συγκεκριμένη πράξη. Η "culpable", από την άλλη, είναι πιο ευρεία και περιγράφει την ύπαρξη ευθύνης ή φταίξιμου για κάτι, χωρίς να υποδηλώνει απαραίτητα μια νομική καταδίκη. Μπορεί να περιγράψει και ηθική ευθύνη.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Guilty: "The jury found him guilty of theft." (Το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο για κλοπή.) Σε αυτήν την περίπτωση, η λέξη "guilty" χρησιμοποιείται στο πλαίσιο μιας νομικής διαδικασίας.
Culpable: "He felt culpable for the accident, even though he wasn't directly involved." (Ένιωθε ένοχος για το ατύχημα, ακόμα και αν δεν συμμετείχε άμεσα.) Εδώ, η "culpable" περιγράφει ένα αίσθημα ενοχής και ευθύνης, χωρίς να υπάρχει απαραίτητα νομική διάσταση.
Guilty: "I feel guilty for not calling my grandmother." (Νιώθω ένοχος που δεν τηλεφώνησα στην γιαγιά μου.) Εδώ, "guilty" εκφράζει ένα προσωπικό αίσθημα ενοχής.
Culpable: "The company was found culpable for the environmental damage." (Η εταιρεία βρέθηκε ένοχη για την περιβαλλοντική ζημιά.) Σε αυτήν την περίπτωση, "culpable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ευθύνη μιας οντότητας, σε μια περίπτωση που δεν υπάρχει άμεση δικαστική διαδικασία.
Συνολικά, η "guilty" σχετίζεται πιο άμεσα με νομική ενοχή και μια συγκεκριμένη πράξη, ενώ η "culpable" είναι πιο γενική και μπορεί να αναφέρεται σε διάφορες μορφές φταίσματος και ευθύνης.
Happy learning!