Innocent vs. Guiltless: Δύο Λέξεις, Δύο Νύξεις

Οι λέξεις "innocent" και "guiltless" στα αγγλικά μοιράζονται μια παρόμοια σημασία, αμφότερες δηλώνοντας απουσία ενοχής. Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική διαφορά στη χρήση τους. Το "innocent" υποδηλώνει συνήθως απουσία ενοχής για μια συγκεκριμένη πράξη ή κατηγορία, ενώ το "guiltless" ενέχει μια πιο γενική αίσθηση αθωότητας και καθαρότητας από κάθε είδους ενοχή. Το innocent χρησιμοποιείται συχνότερα σε νομικές ή ποινικές περιπτώσεις, ενώ το guiltless μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε πιο ευρύτερα πλαίσια.

Ας δούμε μερικά παραδείγματα:

  • Innocent:

    • Αγγλικά: The jury found the defendant innocent.
    • Ελληνικά: Το δικαστήριο έκρινε τον κατηγορούμενο αθώο.
    • Αγγλικά: She was innocent of the crime.
    • Ελληνικά: Ήταν αθώα για το έγκλημα.
  • Guiltless:

    • Αγγλικά: He felt guiltless about his decision.
    • Ελληνικά: Ένιωθε αθώος για την απόφασή του.
    • Αγγλικά: Her heart was guiltless of any wrongdoing.
    • Ελληνικά: Η καρδιά της ήταν απαλλαγμένη από κάθε κακία.

Σημειώστε πώς το "innocent" χρησιμοποιείται σε πιο συγκεκριμένες καταστάσεις, ενώ το "guiltless" δίνει μια πιο γενική εικόνα αθωότητας και ηθικής καθαρότητας. Η επιλογή της σωστής λέξης εξαρτάται από το συγκεκριμένο πλαίσιο.

Happy learning!

Learn English with Images

With over 120,000 photos and illustrations