Interrupt vs Disrupt: Δύο αγγλικές λέξεις με διαφορά!

Οι λέξεις "interrupt" και "disrupt" μοιάζουν αρκετά στην ελληνική μετάφραση, αλλά έχουν σημαντικές διαφορές στη χρήση τους. Και οι δύο περιγράφουν μια διακοπή, αλλά η διακοπή που προκαλεί η κάθε λέξη είναι διαφορετική. Το "interrupt" σημαίνει να διακόψεις κάτι που ήδη συμβαίνει, συνήθως μια ενέργεια ή μια συνομιλία. Το "disrupt" σημαίνει να διαταράξεις, να ανατρέψεις ή να δημιουργήσεις σημαντική αλλαγή σε μια διαδικασία, μια κατάσταση ή ένα σύστημα.

Παραδείγματα:

  • Interrupt:

    • "He interrupted the meeting to answer his phone." (Την διέκοψε τη σύσκεψη για να απαντήσει στο τηλέφωνό του.)
    • "Don't interrupt me while I'm talking!" (Μην με διακόπτεις ενώ μιλώ!)
  • Disrupt:

    • "The strike disrupted the city's transportation system." (Η απεργία διατάραξε το σύστημα μεταφορών της πόλης.)
    • "The new technology is set to disrupt the market." (Η νέα τεχνολογία πρόκειται να ανατρέψει την αγορά.)

Σημειώστε ότι το "interrupt" αναφέρεται σε μια σύντομη διακοπή, ενώ το "disrupt" μπορεί να αναφέρεται σε μια μεγαλύτερη και πιο σημαντική διατάραξη. Η διαφορά είναι στην κλίμακα και στο είδος της διακοπής.

Happy learning!

Learn English with Images

With over 120,000 photos and illustrations