Οι λέξεις "lack" και "shortage" στην αγγλική γλώσσα, ενώ φαίνονται παρόμοιες, έχουν σημαντικές διαφορές στη σημασία τους. Η "lack" αναφέρεται σε μια πλήρη έλλειψη κάτι, ενώ η "shortage" δείχνει μια έλλειψη, αλλά όχι απαραίτητα πλήρη. Η "shortage" υπονοεί ότι υπάρχει μια συγκεκριμένη ποσότητα διαθέσιμη, απλά δεν είναι αρκετή για να καλύψει τις ανάγκες.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Lack: "He lacks confidence." (Δεν έχει αυτοπεποίθηση.) Η φράση αυτή δηλώνει μια πλήρη έλλειψη αυτοπεποίθησης. Δεν υπάρχει καθόλου.
Shortage: "There is a shortage of water in the region." (Υπάρχει έλλειψη νερού στην περιοχή.) Εδώ, υπονοείται ότι υπάρχει κάποια ποσότητα νερού, απλά δεν επαρκεί για τις ανάγκες της περιοχής.
Ας δούμε ένα ακόμη παράδειγμα για να κατανοήσουμε καλύτερα τη διαφορά:
Lack: "The project lacks funding." (Το project στερείται χρηματοδότησης). Δεν υπάρχει καθόλου χρηματοδότηση.
Shortage: "There's a shortage of skilled workers in the industry." (Υπάρχει έλλειψη εξειδικευμένων εργατών στην βιομηχανία). Υπάρχουν εργαζόμενοι, αλλά δεν είναι αρκετοί.
Μπορούμε επίσης να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη "lack" με το ρήμα "to be lacking in":
Είναι σημαντικό να θυμάστε ότι η "lack" δείχνει μια πλήρη έλλειψη, ενώ η "shortage" υποδηλώνει μια ανεπαρκή ποσότητα κάτι. Η επιλογή της σωστής λέξης εξαρτάται από το τι θέλετε να εκφράσετε.
Happy learning!