Οι λέξεις "lend" και "loan" στην αγγλική γλώσσα συχνά μπερδεύουν τους μαθητές. Και οι δύο σχετίζονται με το να δίνεις κάτι σε κάποιον για μια συγκεκριμένη περίοδο, αλλά υπάρχει μια σημαντική διαφορά: το "lend" σημαίνει να δίνεις κάτι προσωρινά, συνήθως σε κάποιον που γνωρίζεις, ενώ το "loan" αναφέρεται σε μια πιο τυπική διαδικασία δανεισμού, συχνά με οικονομικά όρους και συμβόλαια. Με απλά λόγια, "lend" είναι η πράξη του δανεισμού, ενώ "loan" είναι το πράγμα που δανείζεται.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Lend: "I will lend you my pen." (Θα σου δανείσω το στυλό μου.) Η πρόταση αυτή περιγράφει μια απλή πράξη δανεισμού μεταξύ δυο ανθρώπων που γνωρίζονται.
Loan: "She took out a loan to buy a car." (Πήρε ένα δάνειο για να αγοράσει ένα αυτοκίνητο.) Εδώ, "loan" αναφέρεται σε ένα τυπικό χρηματικό δάνειο από τράπεζα ή άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.
Lend: "Can you lend me some money until tomorrow?" (Μπορείς να μου δανείσεις λίγα λεφτά μέχρι αύριο;) Πρόκειται για άμεση αίτηση δανεισμού μικρού ποσού.
Loan: "He applied for a student loan to pay for his tuition." (Υπέβαλε αίτηση για φοιτητικό δάνειο για να πληρώσει τα δίδακτρα του.) Εδώ, το "loan" είναι ένα επίσημο χρηματοοικονομικό προϊόν.
Ένας εύκολος τρόπος για να θυμάστε τη διαφορά είναι να σκεφτείτε ότι το "lend" είναι ένα ρήμα (verb) που σημαίνει "δανείζω", ενώ το "loan" είναι ένα ουσιαστικό (noun) που σημαίνει "δάνειο".
Happy learning!