Οι λέξεις "long" και "lengthy" στην αγγλική γλώσσα μοιάζουν αρκετά και συχνά μπερδεύονται, αλλά έχουν διαφορετικές σημασίες και χρήσεις. Το "long" αναφέρεται κυρίως σε φυσικό μήκος, διάρκεια ή απόσταση, ενώ το "lengthy" περιγράφει κάτι που είναι πολύ μεγάλο σε διάρκεια, συνήθως βαρετό ή κουραστικό. Η διαφορά είναι ουσιαστικά η προσθήκη μιας υποκειμενικής διάστασης.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Long: "The road is long." (Ο δρόμος είναι μακρύς.) Εδώ, "long" αναφέρεται στην φυσική απόσταση του δρόμου.
Long: "The movie was long." (Η ταινία ήταν μεγάλη σε διάρκεια.) Εδώ, "long" αναφέρεται στην χρονική διάρκεια, χωρίς να υποδηλώνει απαραίτητα βαρεμάδα.
Lengthy: "The meeting was lengthy and boring." (Η συνάντηση ήταν πολύωρη και βαρετή.) Εδώ, "lengthy" υποδηλώνει όχι μόνο μεγάλη διάρκεια, αλλά και την αρνητική εμπειρία που προκάλεσε αυτή η διάρκεια.
Lengthy: "He gave a lengthy explanation." (Έδωσε μια εκτενή εξήγηση.) Και εδώ, "lengthy" υποδηλώνει μια εξήγηση που ήταν πολύ μεγάλη, ίσως και περιττά εκτεταμένη.
Σημειώστε πως μπορείτε να χρησιμοποιήσετε "long" για να περιγράψετε μια χρονική περίοδο, αλλά το "lengthy" φέρει πάντα μια υποκειμενική αξιολόγηση, συνήθως αρνητική, σχετικά με το πόσο μεγάλη είναι αυτή η περίοδος. Δεν λέμε ποτέ "a lengthy road," για παράδειγμα.
Happy learning!