Mandatory vs Compulsory: Η διαφορά μεταξύ δύο αγγλικών λέξεων

Οι λέξεις "mandatory" και "compulsory" στην αγγλική γλώσσα μπερδεύονται συχνά, καθώς και οι δύο σημαίνουν "υποχρεωτικός". Ωστόσο, υπάρχει μια λεπτή διαφορά. Η λέξη "mandatory" υποδηλώνει μια υποχρέωση που προέρχεται από έναν νόμο, έναν κανονισμό ή μια αρχή. Από την άλλη, η λέξη "compulsory" υποδηλώνει μια υποχρέωση που προέρχεται από κάποιον θεσμό ή οργανισμό. Η διαφορά είναι συχνά ασαφής, και οι δύο λέξεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικά σε πολλές περιπτώσεις.

Ας δούμε μερικά παραδείγματα:

  • Mandatory:

    • "Wearing a seatbelt is mandatory." (Το να φοράς ζώνη ασφαλείας είναι υποχρεωτικό.)
    • "Attendance at the meeting is mandatory for all staff." (Η παρουσία στην συνάντηση είναι υποχρεωτική για όλο το προσωπικό.)
  • Compulsory:

    • "Education is compulsory until the age of 16." (Η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική μέχρι την ηλικία των 16 ετών.)
    • "Military service is compulsory in some countries." (Η στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική σε κάποιες χώρες.)

Σε γενικές γραμμές, αν η υποχρέωση έρχεται από έναν νόμο ή έναν κανόνα, χρησιμοποιούμε το "mandatory". Αν η υποχρέωση ορίζεται από έναν θεσμό ή οργανισμό, χρησιμοποιούμε το "compulsory". Παρ' όλα αυτά, η χρήση των δύο λέξεων είναι αρκετά εναλλακτική και η σωστή επιλογή εξαρτάται συχνά από το συμφραζόμενο.

Happy learning!

Learn English with Images

With over 120,000 photos and illustrations