Οι λέξεις "mature" και "adult" στην αγγλική γλώσσα συχνά μπερδεύονται, αφού και οι δύο αναφέρονται σε άτομα που δεν είναι πια παιδιά. Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική διαφορά: η λέξη "adult" αναφέρεται απλώς στην ηλικία ενός ατόμου – δηλαδή, σε ένα άτομο που έχει φτάσει στην ενηλικίωση. Η λέξη "mature", από την άλλη, περιγράφει ένα άτομο που έχει φτάσει σε ένα επίπεδο συναισθηματικής ωριμότητας, ανεξαρτήτως ηλικίας. Ένα άτομο μπορεί να είναι νομικά ενήλικο (adult), αλλά όχι ώριμο (mature).
Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
He is a legal adult, but he's not very mature. (Είναι νομικά ενήλικας, αλλά δεν είναι πολύ ώριμος.)
She's very mature for her age. (Είναι πολύ ώριμη για την ηλικία της.)
Although he's still a teenager, he shows a mature attitude towards life. (Παρόλο που είναι ακόμα έφηβος, δείχνει ώριμη στάση απέναντι στη ζωή.)
Many adults lack emotional maturity. (Πολλοί ενήλικες στερούνται συναισθηματικής ωριμότητας.)
Συνοψίζοντας, "adult" αναφέρεται στην ηλικία, ενώ "mature" αναφέρεται στην ωριμότητα. Η ωριμότητα μπορεί να αφορά πολλούς τομείς της ζωής, όπως την συναισθηματική, την κοινωνική, και την πνευματική ωριμότητα. Ένα άτομο μπορεί να είναι adult αλλά να μην είναι mature, ή αντίστροφα. Ένας έφηβος μπορεί να παρουσιάζει μεγαλύτερη ωριμότητα από έναν ενήλικα.
Happy learning!