Οι λέξεις "natural" και "organic" στην αγγλική γλώσσα συχνά συγχέονται, αλλά έχουν σημαντικές διαφορές. "Natural" αναφέρεται σε κάτι που υπάρχει στη φύση, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση ή επεξεργασία. Από την άλλη, "organic" αναφέρεται σε τρόφιμα και προϊόντα που παράγονται χωρίς τη χρήση συνθετικών χημικών ουσιών, όπως φυτοφάρμακα ή λιπάσματα. Ένα προϊόν μπορεί να είναι "natural" αλλά όχι "organic", ενώ το αντίστροφο είναι λιγότερο πιθανό.
Για παράδειγμα, ένα μήλο που μεγάλωσε σε ένα δέντρο χωρίς καμία ανθρώπινη παρέμβαση θεωρείται "natural".
English: This apple is natural. Greek: Αυτό το μήλο είναι φυσικό.
Ωστόσο, αν το μήλο αυτό ψεκάστηκε με συνθετικά φυτοφάρμακα, τότε δεν είναι "organic".
English: This apple is natural, but it's not organic. Greek: Αυτό το μήλο είναι φυσικό, αλλά δεν είναι βιολογικό.
Από την άλλη, ένα "organic" μήλο δεν έχει ψεκαστεί με συνθετικά φυτοφάρμακα και έχει καλλιεργηθεί με βιολογικές μεθόδους.
English: This apple is organic. Greek: Αυτό το μήλο είναι βιολογικό.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η πιστοποίηση "organic" υποδηλώνει αυστηρές προδιαγραφές παραγωγής, ενώ η λέξη "natural" είναι πολύ πιο γενική και ασαφής. Ένα προϊόν που διαφημίζεται ως "natural" μπορεί να έχει υποστεί κάποια επεξεργασία, ακόμα και αν προέρχεται από φυσικά υλικά. Για παράδειγμα, η ζάχαρη είναι ένα φυσικό προϊόν, αλλά σπάνια θα την χαρακτηρίζαμε "organic".
English: Sugar is a natural product. Greek: Η ζάχαρη είναι ένα φυσικό προϊόν.
Μια άλλη διαφορά βρίσκεται στις διαδικασίες παραγωγής. Η "organic" γεωργία ακολουθεί συγκεκριμένες οδηγίες για να διασφαλίσει την απουσία χημικών. Η "natural" παραγωγή δεν έχει τέτοιες αυστηρές προδιαγραφές.
Happy learning!