Οι λέξεις "particular" και "specific" μπερδεύουν πολλούς μαθητές αγγλικών, αλλά η διαφορά τους είναι σημαντική. Η λέξη "particular" αναφέρεται σε κάτι συγκεκριμένο, αλλά όχι απαραίτητα με λεπτομέρειες. Μπορεί να δείχνει μια προτίμηση ή μια ιδιαίτερη περίπτωση. Από την άλλη, η λέξη "specific" σημαίνει κάτι πολύ ακριβές και σαφές, με όλες τις απαραίτητες λεπτομέρειες.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Particular: "I have a particular fondness for chocolate cake." (Έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία στη σοκολατόπιτα.) Σε αυτή την περίπτωση, η αδυναμία υπάρχει, αλλά δεν περιγράφεται η ποικιλία σοκολάτας ή η συνταγή.
Specific: "The recipe calls for 200 grams of dark chocolate with 70% cocoa." (Η συνταγή ζητάει 200 γραμμάρια κουβερτούρα με 70% κακάο.) Εδώ έχουμε μια πολύ συγκεκριμένη περιγραφή.
Particular: "He had a particular problem with the last question." (Είχε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα με την τελευταία ερώτηση.) Δεν ξέρουμε ποιο ήταν το πρόβλημα.
Specific: "He couldn’t understand the mathematical formula in the last question." (Δεν μπορούσε να καταλάβει τον μαθηματικό τύπο στην τελευταία ερώτηση.) Ξέρουμε ακριβώς ποιο ήταν το πρόβλημα.
Particular: "She has a particular way of doing things." (Έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να κάνει τα πράγματα.) Δεν περιγράφεται ο τρόπος.
Specific: "She always writes her essays in the morning using a specific method that allows her to stay productive and meet deadlines." (Πάντα γράφει τα δοκίμιά της το πρωί, χρησιμοποιώντας μια συγκεκριμένη μέθοδο που της επιτρέπει να παραμένει παραγωγική και να τηρεί τις προθεσμίες.) Περιγράφεται αναλυτικά η μέθοδος.
Η διαφορά έγκειται στο επίπεδο λεπτομέρειας. Το "particular" σημαίνει ξεχωριστό, ενώ το "specific" σημαίνει ακριβές και λεπτομερές. Happy learning!