Οι λέξεις "pity" και "compassion" στην αγγλική γλώσσα, μολονότι και οι δύο εκφράζουν συμπάθεια, έχουν σημαντικές διαφορές. Η "pity" εκφράζει μια αίσθηση λύπης για την κακοτυχία κάποιου, συχνά από μια θέση ανωτερότητας ή απόστασης. Είναι μια πιο επιφανειακή μορφή συμπάθειας, που μπορεί να περιέχει και ένα στοιχείο ελαφριάς περιφρόνησης. Η "compassion", από την άλλη, εκφράζει μια πολύ πιο βαθιά και ειλικρινή συμπόνια. Περιλαμβάνει κατανόηση, ενσυναίσθηση και την επιθυμία να βοηθήσει κανείς τον πάσχοντα.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Pity: "I felt pity for the homeless man begging on the street." (Ένιωσα λύπη για τον άστεγο που ζητιανεύει στο δρόμο.) Η φράση αυτή δείχνει λύπη, αλλά δεν υποδηλώνει απαραίτητα ότι ο ομιλητής θα κάνει κάτι για να βοηθήσει τον άστεγο.
Compassion: "She felt compassion for the refugees and volunteered to help them." (Ένιωσε συμπόνια για τους πρόσφυγες και προσφέρθηκε εθελοντικά να τους βοηθήσει.) Εδώ, η "compassion" δείχνει βαθύτερη συμπάθεια, συνδεδεμένη με άμεση δράση για να βοηθηθεί ο πάσχων.
Μια άλλη διαφορά είναι ότι η "pity" μπορεί να θεωρηθεί ελαφρώς προσβλητική, αφού υποδηλώνει ανωτερότητα από πλευράς του ατόμου που την εκφράζει. Η "compassion" , αντίθετα, είναι πάντα θετική και εκφράζει σεβασμό προς τον πάσχοντα.
Pity: "He pitied the lost dog wandering alone." (Ελυπήθηκε το χαμένο σκυλί που περιπλανιόταν μόνο του.) Η λύπη είναι παρούσα, αλλά χωρίς απαραίτητα μια άμεση πρόθεση βοήθειας.
Compassion: "The veterinarian felt deep compassion for the injured animal and worked tirelessly to save it." (Ο κτηνίατρος ένιωσε βαθιά συμπόνια για το τραυματισμένο ζώο και εργάστηκε ακούραστα για να το σώσει.) Η συμπόνια εδώ οδηγεί σε άμεση και ενεργητική βοήθεια.
Happy learning!