Οι λέξεις "poor" και "impoverished" στην αγγλική γλώσσα, ενώ και οι δύο περιγράφουν έλλειψη χρημάτων, έχουν κάποιες σημαντικές διαφορές. Η λέξη "poor" είναι πιο γενική και μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον που έχει λίγα χρήματα, ενώ η λέξη "impoverished" υποδηλώνει μια πιο ακραία φτώχεια, συχνά με συνέπειες στην ποιότητα ζωής. Η "impoverished" φέρει μια πιο έντονη χροιά φτώχειας, συχνά υπονοώντας μια έλλειψη όχι μόνο οικονομικών πόρων αλλά και άλλων βασικών αγαθών.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Poor: He's a poor student, and struggles to pay his tuition fees. / Είναι φτωχός φοιτητής και δυσκολεύεται να πληρώσει τα δίδακτρα του.
Impoverished: The earthquake left many families impoverished and without homes. / Ο σεισμός άφησε πολλές οικογένειες εξαθλιωμένες και χωρίς σπίτια.
Poor: She comes from a poor background but worked hard to achieve her goals. / Προέρχεται από φτωχό περιβάλλον αλλά δούλεψε σκληρά για να πετύχει τους στόχους της.
Impoverished: The country's economy is impoverished by years of conflict. / Η οικονομία της χώρας είναι εξαθλιωμένη από χρόνια συγκρούσεων.
Σημειώστε πως η "poor" μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί με μεταφορική έννοια. Μπορούμε να πούμε π.χ. "a poor quality product" (ένα προϊόν κακής ποιότητας) ενώ η λέξη "impoverished" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει άτομα ή κοινωνίες.
Happy learning!