Οι λέξεις "reliable" και "trustworthy" στην αγγλική γλώσσα, μοιάζουν αρκετά στην έννοια τους, αλλά έχουν και σημαντικές διαφορές. Και οι δύο περιγράφουν κάτι ή κάποιον στον οποίο μπορείς να βασιστείς, αλλά η αξιοπιστία ("reliable") εστιάζει κυρίως στην συνέπεια και την ακρίβεια, ενώ η αξιοπιστία που βασίζεται στην εμπιστοσύνη ("trustworthy") περιλαμβάνει και την ηθική διάσταση. Ένα άτομο μπορεί να είναι reliable, δηλαδή να εκπληρώνει πάντα τις υποσχέσεις του, αλλά να μην είναι trustworthy, αν για παράδειγμα, κλέβει χρήματα.
Ένα αξιόπιστο ρολόι ("reliable watch") δείχνει πάντα την σωστή ώρα (αξιόπιστο = reliable).
Αγγλικά: My watch is reliable; it always tells the correct time.
Ελληνικά: Το ρολόι μου είναι αξιόπιστο, δείχνει πάντα την σωστή ώρα.
Από την άλλη, ένας αξιόπιστος φίλος ("trustworthy friend") είναι κάποιος που μπορείς να εμπιστευτείς με τα μυστικά σου, γιατί ξέρεις πως δεν θα σε προδώσει (αξιόπιστος = trustworthy). Αγγλικά: She is a trustworthy friend; I can tell her all my secrets. Ελληνικά: Είναι μια αξιόπιστη φίλη, μπορώ να της πω όλα μου τα μυστικά.
Μια αξιόπιστη πηγή πληροφοριών ("reliable source") παρέχει ακριβή και έγκυρα δεδομένα, ενώ μια αξιόπιστη εταιρεία ("trustworthy company") δεν θα σε εξαπατήσει ή θα σε αφήσει να περιμένεις άδικα. Αγγλικά: He is a reliable source of information. Ελληνικά: Είναι μια αξιόπιστη πηγή πληροφοριών. Αγγλικά: That's a trustworthy company; they always deliver on time. Ελληνικά: Αυτή είναι μια αξιόπιστη εταιρεία, πάντα παραδίδουν στην ώρα τους.
Happy learning!