Οι λέξεις "shallow" και "superficial" στην αγγλική γλώσσα συχνά μπερδεύονται, καθώς και οι δύο περιγράφουν κάτι που δεν είναι βαθύ. Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική διαφορά στη σημασία τους. Η λέξη "shallow" αναφέρεται κυρίως σε φυσική επιφάνεια μικρού βάθους, ενώ η "superficial" περιγράφει κάτι που είναι επιπόλαιο ή χωρίς ουσία, κυρίως σε σχέση με χαρακτήρες, γνώσεις ή συναισθήματα.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Shallow:
English: The pool is too shallow for diving.
Greek: Η πισίνα είναι πολύ ρηχή για κατάδυση.
English: He only has a shallow understanding of the subject.
Greek: Έχει μόνο μια επιφανειακή κατανόηση του θέματος. (Σημειώστε εδώ πως η λέξη "shallow" χρησιμοποιείται, αλλά η μετάφραση δίνει την έννοια της επιπολαιότητας)
Superficial:
English: Her knowledge of history is superficial.
Greek: Η γνώση της για την ιστορία είναι επιφανειακή.
English: He's a superficial person; he only cares about appearances.
Greek: Είναι ένας επιπόλαιος άνθρωπος· ενδιαφέρεται μόνο για τις εμφανίσεις.
English: Their relationship is superficial; they don't really know each other.
Greek: Η σχέση τους είναι επιφανειακή· δεν γνωρίζονται πραγματικά.
Όπως βλέπετε, ενώ και οι δύο λέξεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να περιγράψουν μια έλλειψη βάθους, η "shallow" εστιάζει περισσότερο στην φυσική διάσταση, ενώ η "superficial" εστιάζει στην έλλειψη ουσίας ή βάθους σε χαρακτήρα, σχέσεις, ή γνώσεις. Η χρήση της σωστής λέξης εξαρτάται από το πλαίσιο.
Happy learning!