Οι λέξεις "smooth" και "soft" στην αγγλική γλώσσα, ενώ φαίνονται παρόμοιες, περιγράφουν διαφορετικές ιδιότητες. Η "smooth" αναφέρεται σε μια λεία, απαλή επιφάνεια, χωρίς ανωμαλίες. Η "soft", από την άλλη, περιγράφει κάτι μαλακό στην υφή, που δεν είναι σκληρό. Η διαφορά είναι ουσιαστική και εξαρτάται από το αν μιλάμε για την αίσθηση της αφής ή την εμφάνιση.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα για να κατανοήσουμε καλύτερα τη διαφορά:
Smooth: "The baby's skin is smooth." (Το δέρμα του μωρού είναι λείο.) Εδώ, η λέξη "smooth" περιγράφει την λεία υφή του δέρματος.
Smooth: "The car has a smooth ride." (Το αυτοκίνητο έχει μια ομαλή πορεία.) Σε αυτή την περίπτωση, "smooth" αναφέρεται σε μια ομαλή, χωρίς τραντάγματα, κίνηση.
Soft: "The pillow is soft." (Το μαξιλάρι είναι μαλακό.) Η λέξη "soft" εδώ περιγράφει την απαλή υφή του μαξιλαριού.
Soft: "She has soft eyes." (Έχει γλυκά μάτια.) Σε αυτή την περίπτωση, η λέξη "soft" δίνει μια αίσθηση τρυφερότητας και απαλότητας, αλλά όχι απαραίτητα λεία επιφάνεια.
Smooth: "The singer has a smooth voice." (Η τραγουδίστρια έχει μια βελούδινη φωνή.) Η λέξη "smooth" εδώ περιγράφει τον απαλό, ομαλό ήχο της φωνής.
Soft: "The music is soft." (Η μουσική είναι απαλή.) Εδώ, "soft" αναφέρεται στον χαμηλό όγκο ή την ήπια ένταση της μουσικής.
Προσέξτε λοιπόν: μια επιφάνεια μπορεί να είναι λεία ("smooth") αλλά όχι απαραίτητα μαλακή ("soft"), και το αντίστροφο. Ένα μάλλινο πουλόβερ, για παράδειγμα, είναι μαλακό ("soft") αλλά όχι απαραίτητα λείο ("smooth").
Happy learning!