Οι λέξεις "traditional" και "customary" στην αγγλική γλώσσα συχνά μπερδεύονται, καθώς και οι δύο αναφέρονται σε πράγματα που γίνονται συχνά ή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική διαφορά: το "traditional" αναφέρεται σε κάτι που είναι συνδεδεμένο με παλιές παραδόσεις και έθιμα, ενώ το "customary" αναφέρεται σε κάτι που είναι συνήθως αποδεκτό και γίνεται τακτικά σε μια συγκεκριμένη κοινωνία ή ομάδα. Η διαφορά έγκειται στην έμφαση: η παράδοση (tradition) είναι πιο βαθιά ριζωμένη και συνδέεται με την ιστορία, ενώ η συνήθεια (custom) μπορεί να είναι πιο πρόσφατη και λιγότερο σημαντική.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Traditional: "We have a traditional Christmas dinner every year." (Τρώμε ένα παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο δείπνο κάθε χρόνο.) Εδώ, η έμφαση είναι στην παλιά παράδοση του χριστουγεννιάτικου δείπνου.
Customary: "It is customary to tip waiters in restaurants." (Είναι συνηθισμένο να δίνουμε φιλοδώρημα στους σερβιτόρους στα εστιατόρια.) Εδώ, η έμφαση είναι στην κοινωνική συνήθεια να δίνουμε φιλοδώρημα, η οποία ίσως να μην έχει τόσο βαθιά ιστορική ρίζα.
Traditional: "She wore a traditional Greek dress to the wedding." (Φόρεσε μια παραδοσιακή ελληνική φορεσιά στο γάμο.) Η προέλευση και η μακρά ιστορία της ενδυμασίας τονίζεται.
Customary: "It is customary to remove your shoes before entering a Japanese home." (Είναι συνηθισμένο να βγάζεις τα παπούτσια σου πριν μπεις σε ένα ιαπωνικό σπίτι.) Η συνήθεια είναι μια κοινωνική πρακτική που έχει γίνει αποδεκτή.
Traditional: "They followed the traditional method of making bread." (Ακολούθησαν την παραδοσιακή μέθοδο παρασκευής ψωμιού.) Η μέθοδος έχει μακρά ιστορία.
Customary: "It is customary to say 'please' and 'thank you'." (Είναι συνηθισμένο να λες "παρακαλώ" και "ευχαριστώ".) Η ευγένεια είναι μια κοινωνικά αποδεκτή συνήθεια.
Happy learning!