Οι λέξεις "valid" και "legitimate" στην αγγλική γλώσσα συχνά μπερδεύονται, αφού και οι δύο έχουν να κάνουν με την ορθότητα ή την αποδεκτότητα κάτι. Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική διαφορά. Το "valid" αναφέρεται κυρίως στην εγκυρότητα ή την ισχύ κάτι, ενώ το "legitimate" τονίζει περισσότερο τη νομιμότητα και την ηθική ορθότητα. Μια άδεια οδήγησης μπορεί να είναι "valid" (έγκυρη), δηλαδή να μην έχει λήξει, αλλά δεν είναι απαραίτητα "legitimate" (νόμιμη) αν έχει αποκτηθεί με παράνομο τρόπο.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Valid: "His passport is valid for another five years." (Το διαβατήριό του είναι έγκυρο για άλλα πέντε χρόνια.) Η πρόταση αυτή αναφέρεται στην ισχύ του διαβατηρίου, στην χρονική του διάρκεια.
Valid: "That's a valid point." (Είναι ένα έγκυρο επιχείρημα.) Εδώ, "valid" σημαίνει ότι το επιχείρημα είναι λογικό και βάσιμο.
Legitimate: "The company's business practices are legitimate." (Οι επιχειρηματικές πρακτικές της εταιρείας είναι νόμιμες.) Εδώ, "legitimate" σημαίνει ότι οι πρακτικές είναι σύμφωνες με τον νόμο και τα ηθικά πρότυπα.
Legitimate: "He's a legitimate heir to the throne." (Είναι νόμιμος διάδοχος του θρόνου.) Η πρόταση αυτή υπογραμμίζει ότι η κληρονομιά είναι νόμιμη, σύμφωνα με τους νόμους διαδοχής.
Συχνά, μια πράξη μπορεί να είναι "valid" χωρίς να είναι "legitimate", όπως στην περίπτωση ενός συμβολαίου που είναι έγκυρο νομικά αλλά έχει συνταχθεί με απάτη. Αντίθετα, μια πράξη που είναι "legitimate" είναι σχεδόν πάντα "valid", αλλά δεν ισχύει το αντίστροφο. Η κατανόηση αυτής της διαφοράς θα σας βοηθήσει να χρησιμοποιείτε τις δύο λέξεις σωστά στην αγγλική σας.
Happy learning!