Οι λέξεις "verify" και "confirm" στην αγγλική γλώσσα συχνά μπερδεύονται, αφού και οι δύο έχουν να κάνουν με την επιβεβαίωση κάτι. Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική διαφορά. Το "verify" σημαίνει να ελέγξεις κάτι για να βεβαιωθείς ότι είναι αληθινό ή ακριβές, ενώ το "confirm" σημαίνει να επιβεβαιώσεις κάτι που ήδη πιστεύεις ότι είναι αληθές, λαμβάνοντας επιπλέον πληροφορίες. Η διαφορά έγκειται στην πηγή της πληροφορίας και στο βαθμό σιγουριάς πριν από την επιβεβαίωση. Το "verify" προϋποθέτει πιο αμφίβολη κατάσταση, ενώ το "confirm" πιο σίγουρη.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Verify: "I need to verify the information before I submit the report." (Πρέπει να επαληθεύσω την πληροφορία πριν υποβάλω την έκθεση.) Σε αυτή την περίπτωση, υπάρχει αμφιβολία για την ακρίβεια της πληροφορίας, οπότε χρειάζεται έλεγχος για επαλήθευση.
Confirm: "Please confirm your reservation by replying to this email." (Παρακαλώ επιβεβαιώστε την κράτησή σας απαντώντας σε αυτό το email.) Εδώ, η κράτηση έχει ήδη γίνει, αλλά χρειάζεται μια επιπλέον ενέργεια για να επιβεβαιωθεί.
Verify: "The police are trying to verify the suspect's alibi." (Η αστυνομία προσπαθεί να επαληθεύσει το άλλοθι του υπόπτου.) Ξανά, υπάρχει αμφιβολία για την αλήθεια του αλλοθι, οπότε χρειάζεται περαιτέρω έρευνα.
Confirm: "The doctor confirmed the diagnosis." (Ο γιατρός επιβεβαίωσε τη διάγνωση.) Η διάγνωση πιθανότατα είχε ήδη γίνει, αλλά η επιβεβαίωση προσδίδει σιγουριά.
Η κατανόηση της διαφοράς μεταξύ "verify" και "confirm" θα βελτιώσει την ακρίβεια και την σαφήνεια στην αγγλική σας. Η επιλογή της σωστής λέξης εξαρτάται από το κοντέξτ.
Happy learning!