Weak vs. Feeble: Δύο αγγλικές λέξεις με παρόμοια, αλλά όχι ίδια, σημασία

Οι λέξεις "weak" και "feeble" στην αγγλική γλώσσα μοιράζονται μια ομοιότητα στη σημασία τους, καθώς και οι δύο περιγράφουν έλλειψη δύναμης. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές διαφορές. Η λέξη "weak" είναι πιο γενική και μπορεί να αναφέρεται σε σωματική, διανοητική ή συναισθηματική αδυναμία. Η λέξη "feeble", από την άλλη, υποδηλώνει μια αδυναμία που είναι πιο ακραία και συχνά υπονοεί μια έλλειψη ζωτικότητας ή ενέργειας. Είναι λιγότερο συχνά χρησιμοποιούμενη από την "weak".

Παραδείγματα:

  • Weak:

    • Αγγλικά: He felt weak after his illness.
    • Ελληνικά: Ένιωθε αδύναμος μετά την ασθένειά του.
    • Αγγλικά: The team had a weak performance in the final game.
    • Ελληνικά: Η ομάδα είχε αδύναμη απόδοση στον τελικό αγώνα.
  • Feeble:

    • Αγγλικά: His feeble attempts to lift the box were unsuccessful.
    • Ελληνικά: Οι αδύναμες προσπάθειές του να σηκώσει το κουτί ήταν ανεπιτυχείς.
    • Αγγλικά: The old man's voice was feeble and barely audible.
    • Ελληνικά: Η φωνή του ηλικιωμένου ήταν αδύναμη και μόλις ακουγόταν.

Σημειώστε ότι ενώ και οι δύο λέξεις μπορούν να μεταφραστούν ως "αδύναμος" στα Ελληνικά, η επιλογή της κατάλληλης λέξης εξαρτάται από το συγκεκριμένο πλαίσιο και την ένταση της αδυναμίας.

Happy learning!

Learn English with Images

With over 120,000 photos and illustrations