Οι λέξεις "wound" και "injury" στην αγγλική γλώσσα, μολονότι και οι δύο αναφέρονται σε τραυματισμούς, έχουν διαφορετικές σημασίες. Η λέξη "wound" αναφέρεται σε τραυματισμό που προκαλείται από κοψίματα, σχισίματα ή τρύπες στο δέρμα ή σε μαλακούς ιστούς, συνήθως με αιμορραγία. Η λέξη "injury", από την άλλη, είναι πιο γενική και περιλαμβάνει κάθε είδους τραυματισμό, είτε είναι εξωτερικός (όπως ένα κάταγμα) είτε εσωτερικός (όπως ένας τραυματισμός στον μυ). Επομένως, ένα "wound" είναι πάντα ένα "injury", αλλά ένα "injury" δεν είναι πάντα ένα "wound".
Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
He suffered a deep wound in his arm. (Έπαθε ένα βαθύ τραύμα στο χέρι του.) Σε αυτήν την περίπτωση, το "wound" περιγράφει ένα τραύμα με αιμορραγία, πιθανόν από κοψίματα ή σχισίματα.
She received a serious injury in the car accident. (Έπαθε σοβαρό τραυματισμό στο αυτοκινητιστικό ατύχημα.) Εδώ, το "injury" χρησιμοποιείται γενικά, χωρίς να προσδιορίζει τον συγκεκριμένο τύπο τραυματισμού. Μπορεί να πρόκειται για κάταγμα, θλάση, εγκαύματα κ.λπ.
The soldier sustained multiple wounds in battle. (Ο στρατιώτης υπέστη πολλαπλά τραύματα στην μάχη.) Εδώ το "wounds" αναφέρεται σε τραύματα με αιμορραγία.
He sustained an injury to his knee playing football. (Έπαθε τραυματισμό στο γόνατό του παίζοντας ποδόσφαιρο.) Πάλι, το "injury" είναι μια γενική περιγραφή του τραυματισμού.
The cut on his hand was a minor wound. (Η τομή στο χέρι του ήταν ένα ελαφρύ τραύμα). Εδώ το "wound" δείχνει συγκεκριμένα μια τομή.
The athlete suffered a serious head injury during the competition. (Ο αθλητής υπέστη σοβαρό τραυματισμό στο κεφάλι κατά τη διάρκεια του αγώνα). Σε αυτήν την περίπτωση το "injury" περιλαμβάνει μια μεγάλη γκάμα τραυματισμών στο κεφάλι.
Happy learning!